πολυφάγου

πολυφάγου
πολυφάγος
eating to excess
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυφαγάς — ο, θηλ. πολυφαγού, ουδ. άδικο, Ν αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού ή αυτός που τρώει πολύ συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φαγάς] …   Dictionary of Greek

  • πολυφαγία — η, ΝΑ η ιδιότητα τού πολυφάγου, το να τρώει κανείς πολύ ή περισσότερο απ ό,τι χρειάζεται, αδηφαγία, λαιμαργία νεοελλ. ιατρ. υπερβολική επιθυμία για λήψη τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την αίσθηση κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”